Η ιστορία

 

ΝΕΑ ΦΩΚΑΙΑ – O Βυζαντινός Πύργος (1407)  και το Aγίασμα του Αγ.Παύλου

 

Η Νέα Φώκαια είναι ένα από τα πολλά προσφυγικά χωριά της Χαλκιδικής που οργανώθηκαν με βάση τον οικοδομικό πυρήνα ενός αγιορείτικου μετοχικού συγκροτήματος. Στα χωριά αυτά η σχέση διατηρήθηκε σε κάποιες περιπτώσεις και με τη χρήση του ονόματος της Μονής στην ονομασία του νέου χωριού (π.χ. Διονυσίου, Ζωγράφου, Βατοπέδι, Ξηροποτάμι).

 

Με την ίδρυση των νέων χωριών δημιουργήθηκαν νέοι φορείς ιστορικής παράδοσης, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου και την έλευση των νέων γενεών αποκόπτονται σιγά σιγά από τον έντονο συναισθηματικό δεσμό τους με τις χαμένες πατρίδες υποκαθιστώντας τον προοδευτικά με τον δεσμό που δημιουργείται με τον καινούργιο τόπο. Αλλά ο καινούργιος τόπος έχει και αυτός το ιστορικό παρελθόν του, το οποίο ενστερνίζονται οι νέες γενιές των «προσφυγογενών» χωριών.

    

Χαρακτηριστική περίπτωση του παραδείγματος αυτού είναι η Νέα Φώκαια. Πρόσφυγες από τη μικρασιατική Φώκαια, μετά την περιπλάνησή τους που ακολούθησε τη φυγή του 1922, βρήκαν καταφύγιο στο μεγάλο μετοχικό κτιριακό συγκρότημα της αγιορείτικης μονής του Αγίου Παύλου στην Κασσάνδρα. Η εκκλησία του μετοχιού ήταν ο πρώτος ενοριακός ναός τους, μία από τις μετοχικές πτέρυγες στέγασε το πρώτο σχολείο τους. Και όταν μετεγκαταστάθηκαν στα «ντάμια», το οικοδομικό υλικό των μετοχικών κτιρίων χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση βοηθητικών κτισμάτων δίπλα στα καινούργια σπίτια. Έτσι, σιγά σιγά, το περήφανο μετόχι ερημώθηκε και τα περισσότερα κτίσματά του εξαφανίστηκαν. Όμως, αυτός ο συγχρωτισμός με τα κατάλοιπα του παρελθόντος που τους δέχθηκαν στην αγκαλιά τους, σαν μάνα στοργική, δημιούργησε τον δεσμό που έχει φέρει την «οικειοποίηση» του αλλότριου παρελθόντος. Αποτέλεσμα είναι η έντονη προσπάθεια των τοπικών παραγόντων κατά τα τελευταία χρόνια, για τη γνωριμία και την ανάδειξη των ιστορικών κτισμάτων που διασώθηκαν. Μία προσπάθεια, η οποία δε θα πρέπει να αποδοθεί μόνο στη διάθεση ενίσχυσης των τουριστικών πλεονεκτημάτων του τόπου, αλλά και στην «καθαρή» επιθυμία διατήρησης της «πατρογονικής» μας κληρονομιάς.

Σήμερα ο περήφανος πύργος του Αγίου Παύλου δεσπόζει στον τόπο και με το καινούργιο όνομά του, ως «πύργος της Νέας Φώκαιας», σηματοδοτεί τη μείξη των δύο ιστορικών δεδομένων της περιοχής : ο πύργος δηλώνει την ιστορία εξακοσίων ετών και το όνομα ένα παρελθόν που πλησιάζει τα δύο χιλιάδες οκτακόσια…. έτη.

    

    Στον παραθαλάσσιο λόφο, όπου σήμερα υψώνεται ο πύργος, υπήρχε ένας αξιόλογος οικισμός κατά τους προϊστορικούς χρόνους, κατά τα φαινόμενα ιδρυμένος γύρω στο 5000 π.Χ.. Τότε ο λόφος ήταν πολύ μεγαλύτερος προς την πλευρά της ακτής και η στάθμη της θάλασσας χαμηλότερη κατά τουλάχιστον δέκα μέτρα με αποτέλεσμα η ακτογραμμή να βρίσκεται πολύ πιο μέσα από τη σημερινή.

    Ο προϊστορικός οικισμός, με σημαντικότερες φάσεις του τη νεολιθική και την εποχή του χαλκού, έζησε για περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια , με διαδοχικές καταστροφές και αναγεννήσεις. Δε γνωρίζουμε πότε εγκαταλείφθηκε οριστικά, αλλά φαίνεται ότι γύρω στο 1000 π.Χ. δεν υπήρχε πλέον.

    Γύρω στα χρόνια του Χριστού φαίνεται ότι δημιουργήθηκε και πάλι ένας συνοικισμός στην ίδια θέση, του οποίου τα ίχνη είναι ελάχιστα και δυσδιάκριτα. Η λαϊκή παράδοση της Χαλκιδικής μας παραδίδει μία ενδιαφέρουσα ιστορία για τον τόπο, που θέλει να ανατρέχει σε «γεγονότα» του πρώτου μεταχριστιανικού αιώνα. Ο Απόστολος Παύλος πήγε στην Ιερισσό για να διδάξει τον Χριστιανισμό, αλλά οι Ιερισσιώτες δεν τον δέχθηκαν. Ο Παύλος καταδιωκόμενος δεν έβρισκε που να κρυφτεί και παρακάλεσε τον Θεό να τον σώσει. Κατά θαυμάσιο τρόπο άνοιξε μπροστά του χάσμα της γης, στο οποίο μπήκε και γλύτωσε από τους διώκτες του. Κινούμενος μέσα από σήραγγα βγήκε κάποτε με αντίστοιχο χάσμα στην Κασσάνδρα. Τα δύο χάσματα υπάρχουν μέχρι σήμερα και είναι αφιερωμένα, ως εξωκκλήσια, στον Απόστολο Παύλο ενώ και στα δύο αναβλύζει «Αγίασμα».

Το Αγίασμα της Κασσάνδρας βρίσκεται στη μικρή κοιλάδα αμέσως δυτικά του πύργου. Στο μαλακό ασβεστολιθικό βράχο είναι σκαμμένο ένα μικρό σπήλαιο, διαμορφωμένο σήμερα σε παρεκκλήσι του Αγίου. Από το σπήλαιο αυτό ξεκινάει ένας χαμηλός και ευθύς διάδρομος, μήκους περίπου δέκα μέτρων, που οδηγεί στη μικρή και ανοικτή δεξαμενή του Αγιάσματος. Γωνιάζει δεξιά και σε περίπου τρία μέτρα  καταλήγει στη μικρή και σκοτεινή ορθογώνια αίθουσα, όπου μπορείς να σηκωθείς όρθιος. Κατά μία άποψη πρόκειται για σκαπτό μακεδονικό τάφο. Φαίνεται ότι εδώ ήταν ο αρχικός λατρευτικός χώρος, ο οποίος κάποτε ήταν στολισμένος με τοιχογραφίες. Σήμερα σώζονται ελάχιστα εναπομείναντα κομμάτια των τοιχογραφιών στις γωνίες της αίθουσας και η μαρμάρινη βάση ενός αρχαίου περιρραντηρίου, πιθανώς σχετιζόμενου με την Αγία Τράπεζα του εξωκκλησιού. Στην αίθουσα αυτή πηγαίνουν ακόμα και σήμερα κάποιες γυναίκες και παιδιά για να γδυθούν και να αποθέσουν τα ρούχα τους, «αποθέτοντας» μαζί και την ασθένεια ή άλλο βάσανό τους, ακολουθώντας πανάρχαια παράδοση.

Η λαϊκή παράδοση μας έδωσε μια ενδιαφέρουσα ιστορία σχετικά με το τόπο του αγιάσματος που ανατρέχει στον πρώτο μ.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με αυτή ο Απόστολος Παύλος όταν πήγε στην Ιερισσό για να κηρύξει τον Χριστιανισμό καταδιώχθηκε από τους Ιερισσιώτες και δεν εύρισκε που να κρυφτεί και παρακάλεσε τον Θεό να τον σώσει. Τότε κατά τρόπο θαυμαστό άνοιξε μπροστά του ένα χάσμα (τρύπα) στη γη και βρέθηκε στο αντίστοιχο χάσμα στο εν λόγω βράχο στην Κασσάνδρα. Και στα δύο χάσματα που υπάρχουν μέχρι σήμερα και είναι αφιερωμένα σαν εξωκλήσια στον Απόστολο Παύλο αναβλύζει αγίασμα. Κατά μία άλλη εκδοχή ο Απόστολος Παύλος διωκόμενος από τους ειδωλολάτρες της Κασσάνδρας κατέφυγε στο σπήλαιο αυτό, όπου κήρυττε κρυφά και εμβάπτιζε τους νέους Χριστιανούς, στην δεξαμενή του Αγιάσματος. Από το σπήλαιο αυτό ξεκινάει ένας χαμηλός διάδρομος μήκους 10 μέτρων περίπου και πλάτους 80 εκ. που οδηγεί στην μικρή και ανοιχτή δεξαμενή του Αγιάσματος. Στα δεξιά του Αγιάσματος υπάρχει μια σκοτεινή ορθογώνια αίθουσα που ο επισκέπτης μπορεί να σταθεί όρθιος. Κατά μια άποψη πρόκειται για σκαπτόν μακεδονικό τάφο. Το σίγουρο είναι ότι ο χώρος αυτός απετέλεσε ένα παλαιοχριστιανικό μικρό ναό που ήταν στολισμένο με τοιχογραφίες, μονογράμματα και άλλες παραστάσεις. Σήμερα σώζονται ελάχιστα ίχνη των τοιχογραφιών στις γωνίες της αίθουσας. Στην αίθουσα υπάρχει μια μαρμάρινη κολώνα που θα έχει σχέση με την Αγία Τράπεζα του εξωκλησιού. Ο Απόστολος Παύλος είναι ο προστάτης πολιούχος της Νέας Φωκαίας και στον χώρο αυτό κάθε χρόνο στις 29 Ιουνίου γίνεται λαμπρά πανηγύρι που συγκεντρώνει πλήθος πιστών από την γύρω περιοχή. Μετά την άφιξη και το ρίζωμα των προσφύγων από την Φώκαια Μ. Ασίας το 1924 και για κάποιες δεκαετίες γινόταν παράλληλα με την Ιερά Πανηγύρι και λαϊκή πανήγυρης σε προέκταση αυτής στα καφενεία της παραλίας όπου οι ντόπιοι κάτοικοι των περιχώρων έρχονταν με κάθε μέσο (αυτοκίνητα, κάρα, γαϊδουράκια) για να δούνε τους Μικρασιάτικους χορούς του προσφυγικού στοιχείου μπάλο, καρσιλαμά και τον απτάλικο χορό.

Στο ιστορικό προσκήνιο η περιοχή της Νέας Φώκαιας μπαίνει μόλις στις αρχές του 15ου αιώνα. Τον Φεβρουάριο του 1407 εκδίδεται το χρυσόβουλο του Ιωάννου Ζ’ Παλαιολόγου, ο οποίος ήταν «δεσπότης» (=βασιλεύς) της τότε ημιαυτόνομης Θεσσαλονίκης. Με το χρυσόβουλο αυτό παραχωρήθηκε ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του Δημοσίου από την Κασσάνδρα σε πέντε Μονές. Μία από αυτές ήταν η νεοσύστατη αγιορείτικη του Αγίου Παύλου. Φαίνεται ότι με αυτό το έγγραφο ξεκίνησαν τα δικαιώματα της Μονής στην περιοχή που μας απασχολεί. Από άλλα έγγραφα, σχεδόν σύγχρονα με το προαναφερθέν, πληροφορούμαστε ότι στη Μονή Αγίου Παύλου παραχωρήθηκε το «παλαιοχώριον (=ερημωμένο χωριό) Άγιος Παύλος», με καλλιεργήσιμη γη έκτασης «δέκα ζευγαρίων», δηλαδή όση μπορεί να καλλιεργηθεί από δέκα ζευγάρια βοδιών. Επιπλέον δόθηκε στη Μονή το δικαίωμα αλιείας στη θάλασσα του κτήματος και η άδεια να συγκεντρώσει δεκαπέντε οικογένειες και να τις εγκαταστήσει στο νέο κτήμα της για να το καλλιεργούν.

Για το «παλαιοχώριον» δεν έχουμε καμιά άλλη πληροφορία, ούτε την ακριβή θέση του γνωρίζουμε. Χρησιμοποιώντας όμως ένα έγγραφο από το αρχείο της Μεγίστης Λαύρας, μπορούμε με βεβαιότητα να το ταυτίσουμε με το χωριό «Άγιος Παύλος» το οποίο το συνέδεε με την Άθυτο, το 1321, «αμαξιτή οδός» και πρέπει να βρισκόταν κάπου κοντά στην Νέα Φώκαια. Επομένως ό Άγιος Παύλος καταστράφηκε μεταξύ των ετών 1321 και 1407. Κάπου νοτιοανατολικά από τον Άγιο Παύλο και μέχρι την Άθυτο, βρισκόταν το μεγάλο μετόχι «τού Γυμνού», το οποίο ανήκε στην Μεγίστη Λαύρα και αναφέρεται ως κτήμα της τα έτη 1298-1329.

    Έναντι των παραχωρήσεων τις οποίες προαναφέραμε, η Μονή δεν είχε καμιά υποχρέωση, ενώ οι αγρεργάτες της θα κατέβαλαν προς το Δημόσιο ετησίως το ένα τριακοστό των εισοδημάτων τους «ένεκεν της φύλαξης του καστελλίου και των λοιπών πύργων και εν καιρώ ανάγκης του νησιού (=τής Κασσάνδρας) συντρέχειν και βοηθείν κατά τον δυνατόν αυτοίς τρόπον εις ασφάλειαν και φυλακήν και του καστελιού και του νησιού, καθώς ο τότε καιρός και η ανάγκη απαιτήσει».

    Δεν έχουμε στοιχεία για το αν συγκεντρώθηκαν εν τέλει οι δεκαπέντε οικογένειες. Όσο για το μνημονευόμενο «καστέλιον», αυτό θα πρέπει να ήταν το μικρό κάστρο που κτίσθηκε στην προς τον Θερμαϊκό άκρη του διατειχίσματος της Κασσάνδρειας, στην Ποτίδαια.

    Οι αναφερόμενοι πύργοι δεν μας είναι γνωστοί. Ίσως να αναφέρεται στον πύργο του Αγίου Παύλου και στον άλλον, του «Αγίου Γεωργίου», γνωστόν σήμερα ως πύργο της Σάνης.

Ο Πύργος Σάνη ή αλλιώς Πύργος Σταυρονικήτα, βρίσκεται στο λόφο του ξενοδοχείου Sani, εκεί που πιθανότατα βρισκόταν η ακρόπολη της αρχαίας Σάνης, της πόλης που είχαν κτίσει άποικοι από την Ερέτρια και ήταν μέχρι τα χρόνια των Ρωμαίων μια από τις ακμαιότερες πόλεις της Χαλκιδικής. Η ευρεία περιοχή μνημονεύεται με το τοπωνύμιο «Πύργος» από το 1346. Η περιοχή υπήρξε μετόχι της μονής Σταυρονικήτα. Ο Πύργος χτίστηκε το 1543 για την προστασία του μετοχίου, έχει ύψος 8μ και σώζεται μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Σήμερα στο σημείο αυτό φιλοξενείται το Φεστιβάλ Σάνης.

Το 1415, με «ορισμό» του δεσπότη της Θεσσαλονίκης Ανδρονίκου Παλαιολόγου, παραχωρήθηκε στην μονή του Αγίου Παύλου και πάλι, ο αγρός «ο καλούμενος του Σουρού, ινα καταφυτεύσωσι και ποιήσωσιν αυτόν ελαιώνα και έχει αυτόν η μονή». Έχω την γνώμη ότι κατάλοιπο του ελαιώνα αυτοί πρέπει να είναι τα παμπάλαια ελαιόδεντρα που βρίσκονται ακόμη στην παραλιακή θέση «Ελαιώνας», βορείως της Νέας Φώκαιας. Το τοπωνύμιο «Ελαιώνας» είναι προγενέστερο της άφιξης των προσφύγων και ήταν γνωστό στους αλιείς του Τορωναίου, διότι στην εκεί παραλία υπάρχει όρμος καλός για πολλούς καιρούς.

    Με τον ίδιον «ορισμό» του ο Ανδρόνικος προικοδότησε την Μονή και με έξη «κοιλά» άλατος από την παραγωγή «της αλυκής της Κασσάνδρας». Πρόκειται για την πρώτη σαφή αναφορά στην συστηματική λειτουργία της μεγάλης αλυκής που υπήρχε ήδη από τους χρόνους της ρωμαιοκρατίας στην ελώδη περιοχή που σήμερα ονομάζεται «Γεράνι», στην ακτή του Θερμαϊκού, δυτικώς των Αγροτικών Φυλακών.

    Το μετόχι που μας απασχολεί ήταν ένα από τα αξιολογότερα μετόχια της Μονής του Αγίου Παύλου. Με την πάροδο των αιώνων προσκυρώθηκαν στον αρχικό πυρήνα του και πολλά άλλα κτήματα. Το οικοδομικό συγκρότημά του, σε θέση δεσπόζουσα και φυσικώς οχυρωμένη, ήταν από τα επιβλητικότερα του είδους στην Κασσάνδρα. Ο πύργος του είναι ο μοναδικός πύργος της Χαλκιδικής πού διατηρείται μέχρι και τις επάλξεις. Πρόκειται για έναν από τους μικρούς πύργους του είδους, με διαστάσεις κατόψεως μόλις 7X7 και ύψος 17 μέτρα. Δεν γνωρίζουμε πότε κτίσθηκε, αν και επικρατεί η ατεκμηρίωτη άποψη ότι πρόκειται για κτίσμα του 1407.

    Το 1996 διερευνήθηκε ανασκαφικά το εσωτερικό του πύργου, με βασικό στόχο την ανεύρεση στοιχείων που να βοηθούν στην χρονολόγησή του. Το μόνο πού βρέθηκε ήταν ένα στρώμα πυρκαγιάς στο υπόγειο, πού το αποδίδουμε στην καταστροφή του 1821. Κάτω από αυτό, το υπόγειο ήταν καθαρό, με κάποιες χρονολογικές ενδείξεις που θα μπορούσαν να ανάγονται στον 17ον αιώνα. Να θεωρήσουμε ότι τότε κτίσθηκε ο πύργος ή να αποδώσουμε τον μη εντοπισμό τεκμηρίων στον περιοδικό καθαρισμό του υπογείου από τους χρήστες του; Η συνέχιση της έρευνας στο αρχείο της Μονής πιθανώς να μας δώσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η έρευνα τού κτηρίου.

    Από τα υπόλοιπα μετοχιακά χτίσματα σώζονται μόνον τμήματα δύο μεγάλων ισογείων πτερύγων του 19ου αιώνα και ο μετοχιακός ναός, ο οποίος έχει δύο οικοδομικές φάσεις. Το ανατολικό μισό του είναι προεπαναστατικό, ενώ η προς δυσμάς επέκταση έγινε κατά τα μέσα τού 19ου αιώνα.

    Μέχρι το 1925 το μετόχι και ο προσφυγικός οικισμός υπάγονταν στην Κοινότητα της γειτονικής Αθύτου. Με το Διάταγμα της 30- 6-1925 (ΦΕΚ Α’ 163/1925) ο συνοικισμός «Μετόχιον Αγίου Παύλου» μετονομάστηκε σε «Νέα Φώκαια» και αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής Κοινότητα. Το 1928 απογράφηκαν στον οικισμό 617 κάτοικοι, ενώ η απογραφή του 1940 έδειξε αύξηση στους 1139. Μία νέα εποχή είχε αρχίσει στην περιοχή…